- φαρισαϊσμός
- ο фарисейство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρισαϊσμός — ο, Ν 1. η ιδιότητα τού φαρισαίου 2. ενέργεια ή συμπεριφορά που αρμόζει σε φαρισαίο 3. μτφ. υποκρισία, δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρισαίος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
φαρισαϊσμός — ο συμπεριφορά που ταιριάζει σε φαρισαίο, ψευτοευλάβεια, υποκρισία, δολιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταρτουφισμός — ο η διαγωγή του Ταρτούφου (βλ. λ.), η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)